- установить
- -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•
установить машину εγκατασταίνω μηχανή.
|| κανονίζω•установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.
|| αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).
|| συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.
3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•установить цену καθορίζω την τιμή•
установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.
4. επιβάλλω•установить тишину επιβάλλω ησυχία•
установить порядок επιβάλλω τάξη.
5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.
6. βλ. уставить (4 σημ.).установиться1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•-лся обычай έγινε συνήθεια.
|| επικρατώ•-лся порядок επεκράτησε τάξη•
-лась тишина επεκράτησε ησυχία.
|| σταθεροποιούμαι•погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.
|| μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).
3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•
голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.
4. βλ. уставиться (4 σημ.).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.